- πολυμάλῳ
- πολυμά̱λῳ , πολύμηλοςwith many sheepmasc/fem/neut dat sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύμαλος — ον, Α πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. τού μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)] … Dictionary of Greek